- σκηνοβατεῖν
- σκηνοβατέωtread the stagepres inf act (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκηνοβατώ — έω, ΜΑ [σκηνοβάτης] (αμτβ.) 1. παίζω στο θέατρο 2. ανεβαίνω, σκαρφαλώνω («ἐν τοῑς κρημνοῑς αἰγῶν ἀγρίων δίκην ἐσκηνοβάτουν», Θεοφάν. Ομ.) αρχ. μτφ. 1. υποδύομαι θεατρικό ρόλο, παρουσιάζω κάτι στη σκηνή θεάτρου 2. εμφανίζω, επιδεικνύω, παρουσιάζω… … Dictionary of Greek